ἡσύχου

ἡσύχου
ἥσυχος
quiet
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ησυχίδες — Αριστοκρατική οικογένεια της αρχαίας Αθήνας. Γενάρχης της ήταν o ήρωας Ησύχιος. Λέγεται μάλιστα ότι o ήρωας αυτός ήταν ανύπαρκτος, αλλά τον επινόησαν για να ερμηνεύσουν το προνόμιο της οικογένειας αυτής να έχει στην Αττική την κληρονομική λατρεία …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • Κυλώνειον — Ιερό της Αθήνας κατά την αρχαιότητα. Ιδρύθηκε προφανώς για εξιλασμό μετά τη δολοφονία των οπαδών του Κύλωνα από τους Αλκμεωνίδες. Βρισκόταν κοντά στο ηρώο του Ήσυχου και κοντά στο ιερό των Ευμενιδών, όπου έγινε η δολοφονία …   Dictionary of Greek

  • Σέο ντε Ουργκέλ, Ζωγράφος της- — Στον ανώνυμο ζωγράφο της Σ. ντε. Oυ., στα σημερινά σύνορα της Δημοκρατίας της Ανδόρας, ο οποίος εργάστηκε κατά τα τέλη του 15ου αι., αποδίδεται εκτός άλλων φλαμανδικής έμπνευσης έργων, χαρακτηριστικών της καταλανικής ζωγραφικής, και «Ο καθαρμός… …   Dictionary of Greek

  • αντανακλώ — ασα, άστηκα, ασμένος 1. κάνω κάτι που έπεσε πάνω μου (κυρίως φως ή ήχο) να γυρίσει πίσω: Η επιφάνεια του ήσυχου νερού αντανακλά το φως. 2. έχω αντίχτυπο: Η διαγωγή του αντανακλούσε σ ολόκληρη την οικογένειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερημιά — η 1. η κατάσταση του έρημου, του ακατοίκητου, του ήσυχου, του μόνου. 2. τόπος έρημος, ακατοίκητος. 3. μτφ., έλλειψη, απουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”